πλατύρρινος

πλατύρρινος
-η, -ο / πλατύρρινος, -ον, ΝΑ, και ως ουσ., πλατύρρις, -ινος, ὁ, ἡ, Α
αυτός που έχει πλατιά μύτη, ο πλατσομύτης
νεοελλ.
(το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι πλατύρρινοι
ζωολ. ανθυπόταξη πιθήκων τού Νέου Κόσμου, σε αντιδιαστολή προς τους καταρρίνους τού Παλαιού Κόσμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλατυ-* + ῥίς, ῥινός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πλατύρρινοι — πλατύρρινος masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ίακχος — (iacchus). Πλατύρρινος δενδρόβιος πίθηκος της Αμερικής, είδος ουιστιτί της οικογένειας των καλλιτριχιδών. Το ύψος του φτάνει τα 30 εκ. και η μακριά ουρά του (έως 50 εκ.) τον κάνει να μοιάζει με σκίουρο. Το κεφάλι του είναι στρογγυλό και άτριχο,… …   Dictionary of Greek

  • λεοντόκηβος — (Leontocebus). Γένος πλατύρρινων πιθήκων της οικογένειας των καλλιτριχιδών. Έχουν παχύ τρίχωμα, φουντωτή ουρά και κοντό ρύγχος. Το γένος περιλαμβάνει αρκετά είδη της Νότιας Αμερικής τα οποία έχουν ζωηρό πορτοκαλί τρίχωμα και ζουν πάνω στα δέντρα… …   Dictionary of Greek

  • πλατύ- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων, κατά κύριο λόγο επιθέτων, ὁλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. πλατύς με σημ. «φαρδύς, ευρύς, παχύς, πληθωρικός, μεγάλος, άνετος». Στο επίθ. πλατύς ανάγονται και ορισμένοι ξεν. επιστημονικοί όροι που… …   Dictionary of Greek

  • πλατύρρις — ινος, ὁ, ἡ, Α βλ. πλατύρρινος …   Dictionary of Greek

  • ρίς — και ῥίν, ῥινός, ή, ΜΑ η μύτη, το όργανο τής όσφρησης και τής αναπνοής (α. «ἀμβροσίην ὑπὸ ῥῑνα ἑκαστῳ θῆκε φέρουσα», Ομ. Οδ. β. «ἀποταμὼν τὴν ῥῑνα», Ηρόδ. γ. «ἕλκεσθαι τῆς ῥινός», Λουκιαν.) αρχ. στον πληθ. αἱ ῥῑνες τα ρουθούνια (α. «στόμα τε ῥίνας …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”